- νάσθη
- νάσθη, νάσσα: see ναίω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
νάσθη — ναίω 1 dwell aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναίω — (I) ναίω (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) (γενικά) κατοικώ («ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες», Πίνδ.) 2. (για τόπους) κείμαι, βρίσκομαι («νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός», Ομ. Ιλ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον τόπο για να κατοικήσει, εγκαθιστώ, κατοικίζω… … Dictionary of Greek